-
1 νεο-κράς
νεο-κράς, ᾶτος, = Folgdm; νεοκρᾶτας σπονδάς, Aesch. frg. 335; auch νεοκρᾶτα φίλον κομίσειεν, Ch. 340, den neu vereinigten, gewonnenen, Schol. τὸν νεωστὶ συγκραϑέντα ἡμῖν; im eigentlichen Sinne vom Wein, νεοκρᾶτά τις ποιείτω, Plat. com. bei Ath. XV, 665 c, vgl. XI, 482 b u. das Folgde.
-
2 νεοκράς
νεο-κράς, ᾶτος, neu, eben erst gemischt; auch νεοκρᾶτα φίλον κομίσειεν, den neu vereinigten, gewonnenen; im eigentlichen Sinne vom Wein
См. также в других словарях:
νεοκράς — νεοκράς, ὁ και ἡ (Α) 1. αυτός που αναμίχθηκε μόλις πριν από λίγο («νεοκρᾱτες σπονδαί», Αισχύλ.) 2. μτφ. αυτός που συντελέστηκε πρόσφατα ή αυτός που απαιτήθηκε πρόσφατα («νεοκρᾱτα φίλον κομίσειεν», Αισχύλ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ νεοκράς είδος… … Dictionary of Greek